Με Αφορμη Δυο Συντομα Ταξιδια. Η Αποπειρα Οικειοποιησησ Ενός Μη-Τοπου. Φέτος το καλοκαίρι, έκανα για επαγγελματικούς/εκπαιδευτικούς λόγους δύο εβδομαδιαία ταξίδια στην Αθήνα. Ο χαρακτήρας της μετακίνησης ήταν απόλυτα στοχευμένος, χωρίς πολλά χρονικά περιθώρια για αποκλίσεις: συγκεκριμένος χρόνος παρακολούθησης των σεμιναρίων, προκαθορισμένος χρόνος εργασιών, ομαδική τήρηση διαδρομών, συζητήσεις και διάλογοι σε μια ορισμένη θεματική. Η μετάβαση έγινε με αεροπλάνο και η διαμονή σε ένα μεγάλο κεντρικό ξενοδοχείο. Κατά την διάρκεια των μετακινήσεων και με αφορμή αυτές, πήρα μία σειρά φωτογραφιών, που πιθανότατα σε καμιά άλλη περίπτωση δεν θα έκανα. (Όταν ταξιδεύω για ιδιωτικούς λόγους, για λόγους ψυχαγωγίας, ασφαλώς και έχω τις αναμνηστικές, ταξιδιωτικές φωτογραφίες μου, τις οποίες βάζω στα «άλμπουμ» μου και μοιράζομαι με τους φίλους μου.) Αυτή τη σειρά φωτογραφιών, μετά από ένα διάστημα, κατέληξα ότι θα με ενδιέφερε να την «δείξω». Ότι, ενώ πρόκειται για εικόνες του εσωτερικού του δωματίου παραμονής μου, δεν έχουν απολύτως τίποτε το προσωπικό ή ιδιωτικό: είναι εικόνες ενός μη-τόπου σε μικρογραφία.
Ας δούμε, λοιπόν, τι προσδιορίζει τον μη τόπο. Αναφέρω τον πλέον κλασικό ορισμό του από τον κοινωνικό ανθρωπολόγο Μαρκ Οζέ (Marc Auge): «Αν ένας τόπος µπορεί να οριστεί ως τόπος σχέσεων, ιστορίας και ταυτότητας, τότε ένας τόπος που δεν µπορεί να οριστεί ως τόπος σχέσεων, ιστορίας και ταυτότητας είναι ένας µη τόπος. …Ο υπερµοντερνισµός παράγει µη τόπους». Όπου η κοινωνική ζωή είναι ανύπαρκτη και η μοναξιά βιώνεται ως άνεση. Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι μαζικοί χώροι κυκλοφορίας (αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια), μεγάλοι χώροι κατανάλωσης (πολυκαταστήματα, υπεραγορές), αλλά και «χώροι» επικοινωνίας (τηλεφωνία, τηλεόραση, διαδίκτυο). Είναι, γενικότερα, οι περιοχές (υλικές ή άυλες, δημόσιας ή ιδιωτικής χρήσης), στις οποίες οι άνθρωποι συνυπάρχουν αλλά δεν συζούν. Μα ακόμη και ένας ιδιωτικός χώρος μπορεί να έχει τον χαρακτήρα ενός μη τόπου; Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο εξής: στην ύπαρξη διάλογου/διαπραγμάτευσης ή μοναχικής περιπλάνησης/κατανάλωσης και στην έλλειψη αλληλεπίδρασης από τους ανθρώπους που τον χρησιμοποιούν (οι οποίοι ανάγονται σε απλούς «χρήστες»).
Είναι οι χώροι που κατασκευάζονται με αυστηρή προγραμματική λειτουργικότητα, υπερσημασιοδοτημένοι, των οποίων ο συμβολισμός δεν αποτελεί αντικείμενο συνδιαλλαγής αλλά επιβάλλεται εκ του στόχου (εξυπηρέτηση λειτουργικής ανάγκης, π.χ. μετακίνηση, διαμονή ή πληροφόρηση, ή ικανοποίηση επιθυμίας πχ κατανάλωση). Κατά κανόνα, στους χώρους αυτούς οι δραστηριότητες υποδεικνύονται με γραφικές ή φωνητικές υποδείξεις, χωρίς περιθώρια παρεκκλίσεων, όπου δεν (υπάρχει λόγος να) δομείται μνήμη και ταυτότητα, οι σχέσεις είναι ασύμπτωτες και δεν υπάρχουν ταυτότητες. Τους χρησιμοποιούμε αποδεχόμενοι πλήρως τον «υποχρεωτικό» τους χαρακτήρα. Επίσης, η δραστηριότητα είναι μαζική, εφήμερη και βασίζεται στην ατέρμονη επανάληψη και ομοιότητα. Παράλληλα, όμως, στους χώρους αυτούς δημιουργούνται μικρές εστίες που μιμούνται την κοινωνική ζωή, πχ καφέ, εστιατόρια, αθλητικές εγκαταστάσεις, εκκλησίες κλπ (Πάντα θεωρούσα απορίας άξιο γιατί κάποιος κάνει τον γάμο του σε τέτοιο α-κοινωνικό χώρο). Η οντολογία τους προϋποθέτει την ποσότητα και την έλλειψη ένδειξης τοπικού χαρακτήρα, υιοθετώντας ένα κοινό παγκόσμιο νόημα. Και ταυτόχρονα, η κατασκευή υπερ-χώρων, λαμβάνοντας υπόψη τις εδαφικές ιδιότητες του τόπου εγκατάστασής τους, δημιουργεί νέους τόπους, που άλλοτε ενσωματώνονται και άλλοτε όχι στο ευρύτερο τοπίο (κόμβοι μετακίνησης, ξενοδοχειακές μονάδες κλπ).
Ο μη τόπος είναι φτιαγμένος για να χρησιμοποιείται και να προσπερνιέται. Και επειδή η χρήση τους είναι υποχρεωτικά συμπτωματική και εφήμερη, η εμπειρία του χώρου είναι και εμπειρία χρόνου: ένα συνεχές «παρόν».